- μονέδα
- η (Μ μονέδα)νόμισμα, νομισματική μονάδανεοελλ.φρ. α) «κόβω μονέδα» — κερδίζω πολλά χρήματαβ) «δεν περνά η μονέδα σου»(για ψευδολόγο ή απατεώνα) δεν ισχύει ο λόγος σου, δεν γίνεσαι πιστευτόςγ) «κάλπικη μονέδα» — απατεώναςμσν.1. συνεκδ. χρήματα2. φρ.«κάμνω ἡ ποιῶ μονέδα» — κόβω νόμισμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. moneda].
Dictionary of Greek. 2013.