μονέδα

μονέδα
η (Μ μονέδα)
νόμισμα, νομισματική μονάδα
νεοελλ.
φρ. α) «κόβω μονέδα» — κερδίζω πολλά χρήματα
β) «δεν περνά η μονέδα σου»
(για ψευδολόγο ή απατεώνα) δεν ισχύει ο λόγος σου, δεν γίνεσαι πιστευτός
γ) «κάλπικη μονέδα» — απατεώνας
μσν.
1. συνεκδ. χρήματα
2. φρ.«κάμνω ἡ ποιῶ μονέδα» — κόβω νόμισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. moneda].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μονέδα — η (λ. ιταλ.) 1. νόμισμα. 2. φρ., «Κόβει μονέδα», βγάζει πολλά λεφτά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κόβω — και κόπτω και κόβγω και κόφτω (AM κόπτω, Μ και κόβω) 1. αφαιρώ κάτι με οξύ ή κοφτερό όργανο, αποκόπτω (α. «τού έκοψαν το πόδι» β. «κόψε μου ένα μήλο απ τη μηλιά» γ. «κεφαλήν δ ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς κόψεν Ὀιλιάδης», Ομ. Ιλ. δ. «περιεσταύρωσαν αὐτοῖς… …   Dictionary of Greek

  • μόνητα — και μόνιτα, ἡ (ΑΜ) μονέδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. moneta «χρήμα, νόμισμα»] …   Dictionary of Greek

  • Βολιβία — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει στα Β και στα ΒΑ με τη Βραζιλία, στα Δ με το Περού και τη Χιλή και στα Ν με την Αργεντινή και την Παραγουάη.Η Β. είναι η μοναδική χώρα της Νότιας Αμερικής, μαζί με την Παραγουάη, που δεν έχει έξοδο προς τη… …   Dictionary of Greek

  • monetă — MONÉDĂ, monede, s.f. Ban de metal (rar de hârtie) care are sau a avut curs legal pe teritoriul unui stat; p. gener. ban de metal (de valoare mică); mărunţiş. ♢ expr. A bate (sau a tăia, a face) monedă = a emite bani de metal. A bate monedă (din… …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”